Μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, case of Vavricka and others V Czech Republic) που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα και αφορά 6 υποθέσεις Τσέχων πολιτών (δηλαδή προσφυγές τους ασκηθείσες μεταξύ του 2013 και του 2015) ‘‘ρίχνει φως’’ σε ένα ζήτημα, που λόγω του κορωνοϊού και απάντων των παρεπομένων του, προβληματίζει την παγκόσμια κοινότητα: Τους εμβολιασμούς και τη νομιμότητα της τυχόν υποχρεωτικής επιβολής τους από τις οργανωμένες πολιτείες.

Οι Τσέχοι πολίτες, αφού εξάντλησαν όλα τα δικανικά μέσα που τους παρείχε η εθνική έννομη τάξη, προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενοι ότι η υποχρεωτικότητα μιας σειράς εμβολιασμών ρουτίνας για τα παιδιά τους (για την πολιομυελίτιδα, την ηπατίτιδα Β, τον τέτανο, την ιλαρά, την παρωτίτιδα, την ερυθρά), που η τσεχική νομοθεσία τους επέβαλε, παραβίαζε βασικά δικαιώματά τους, πλήρως κατοχυρωμένα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπως είναι ο σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρ. 8 της ΕΣΔΑ) και η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκευτικής πίστης (άρ. 9 της ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, τα παιδιά αν δεν εμβολιάζονταν δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στην προσχολική αγωγή, οι δε γονείς απειλούνταν με χρηματικό πρόστιμο.

Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν τη Σύμβαση για τη Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας σχετικά με την εφαρμογή της Βιολογίας και της Ιατρικής (Σύμβαση του Οβιέδο, 4-4-1997, που παρεμπιπτόντως κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα βάσει του Ν. 2619/1998). Σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτής της Σύμβασης, μια επέμβαση στον τομέα της υγείας (τέτοια επέμβαση είναι ο εμβολιασμός) είναι επιτρεπτή μετά την ελεύθερη συναίνεση του προσώπου το οποίο αφορά και εφόσον αυτό το πρόσωπο είναι καλά πληροφορημένο για τη φύση και τον σκοπό αυτής της επέμβασης καθώς και για τις συνέπειες και τις διακινδυνεύσεις (risks) που αυτή (η επέμβαση) ενέχει. Το πρόσωπο μπορεί να αποσύρει ανά πάση στιγμή τη συναίνεση του ενώ με βάση το άρθρο 6 η συναίνεση προσώπων που κατά νόμο κωλύονται ή δεν δύνανται να συναινέσουν, παρέχεται από τους νομίμους εκπροσώπους τους.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας είχε αποφανθεί ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι ένας καταρχάς θεμιτός περιορισμός στην προσωπική ελευθερία ή στην έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός πολίτη όταν το μέτρο αυτό σε μια δημοκρατική κοινωνία κρίνεται απαραίτητο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπολοίπων πολιτών. Μάλιστα, οι Τσέχοι δικαστές επεσήμαναν ότι η πρόταξη του δημοσίου συμφέροντος είναι ο πρυτανεύων κανόνας και στο πλαίσιο μιας προσφυγής, όταν ένα δικαστήριο επιχειρεί μια ad personam προσέγγιση κατά τη μεθοδολογία της στάθμισης των συγκρουόμενων εννόμων αγαθών, μόνο καλά και στιβαρά τεκμηριωμένοι λόγοι που έχουν να κάνουν με τη συγκεκριμένη εξεταζόμενη ατομική περίπτωση μπορούν να δικαιολογήσουν την αποφυγή του εμβολιασμού.

Tο πρώτο, λοιπόν, ‘‘πεδίο παραπόνων’’, και το πιο καθοριστικό, που εξέτασε το ΕΔΔΑ ήταν αυτό του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και έτσι το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση του κομβικού ερωτήματος αν ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ως μια ακούσια (έξωθεν επιβαλλόμενη στο άτομο και ειδικώς στους διαδίκους που απευθύνθηκαν προς το ΕΔΔΑ) ‘‘ιατρική επέμβαση’’, αποτελεί προσβολή (δηλαδή παραβίαση) του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (private life), έτσι όπως αυτό το δικαίωμα αναφέρεται και κατοχυρώνεται στο άρ. 8 της ΕΣΔΑ.

Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο της ΕΣΔΑ, κάθε πρόσωπο δικαιούται στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ενώ δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, εκτός εάν η επέμβαση αυτή προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.  Όμοια δε είναι και η διατύπωση του άρθρου 26 της Σύμβασης του Οβιέδο.

Αναλυτικότερα, το ΕΔΔΑ εξέτασε τους όρους του αρ. 8 της ΕΣΔΑ που δικαιολογούν τη νομιμότητα μιας τέτοιας (ιατρικής) επέμβασης. Μια τέτοια επέμβαση, λοιπόν, για να δικαιολογείται πρέπει να γίνεται, καταρχάς, σύμφωνα με το νόμο (in accordance with the law). H υποχρεωτικότητα πρέπει να προβλέπεται στην εγχώρια νομοθεσία που είναι δέον να είναι προσβάσιμη από όλους και προϋποθέτει την πρότερη παροχή διευκρινίσεων στον λήπτη της επέμβασης για το ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές συνέπειες τη ιατρικής πράξης (επέμβασης). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η τσέχικη νομοθεσία ήταν κατά την ορολογία μάλιστα του ΕΔΔΑ αρκούντως ρυθμιστική (prescriptive), οπότε το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι εν προκειμένω δεν υφίστατο κανένα απολύτως θέμα.

Μια τέτοια υποχρεωτική επέμβαση (υποχρεωτικός εμβολιασμός) πρέπει να λαμβάνει χώρα για την εκπλήρωση νόμιμων σκοπών (legitimate aims). Πρακτικά, αυτοί οι σκοποί για τους οποίους κάνει λόγο το ΕΔΔΑ είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και η προστασία των δικαιωμάτων των άλλων (των υπολοίπων πολιτών), τους οποίους σκοπούς μάλιστα αναγνωρίζει κατηγορηματικά το άρ. 8 της ΕΣΔΑ. Προφανή δε τελολογία τούτου του όρου συνιστά η αποφυγή για το κράτος της σοβαρής κοινωνικής διαταραχής (disruption to the society) που επιφέρει μια μολυσματική και μεταδιδόμενη ασθένεια και, αντιστρόφως, η κατοχύρωση της δημόσιας ασφάλειας και της κοινωνικής ευημερίας.

Μια τέτοια υποχρεωτική επέμβαση (υποχρεωτικός εμβολιασμός) πρέπει, επίσης, να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία (necessity in a democratic society). Σύμφωνα, λοιπόν, με το ΕΔΔΑ μια τέτοια επέμβαση είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία όταν: ι) απαντά σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη (pressing social need), ii) είναι σχετική και επαρκής (relevant and sufficient) και ιιι) και αναλογική (propοrtionate) σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Για να εκτιμηθεί η πιεστική κοινωνική ανάγκη, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι με βάση τα άρ. 2 και 8 της Σύμβασης του Οβιέδο κάθε (συμβαλλόμενο) κράτος έχει υποχρέωση να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή και τη δημόσια υγεία, στην οποία προστασία εγκολπώνεται η καταπολέμηση των επιδημιών. Το αυτό προβλέπει το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights, αρ. 12), η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού (UN Convention on the rights of the child, αρ. 24), ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (European Social Charter, αρ. 11) και σε επίπεδο ΕΕ η Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ, αρ. 168) καθώς και ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ, αρ. 35). Εξάλλου, σχετικά με τις επιδημίες, οι εμβολιασμοί αποτρέπουν 2,5 εκατ. θανάτους παγκοσμίως κάθε χρόνο (σελ. 30 της απόφασης του ΕΔΔΑ). Όταν συνεπώς, εκ των δεδομένων των καταστάσεων, κρίνεται ότι υφίσταται αυτή η πιεστική κοινωνική ανάγκη, τα κράτη οφείλουν να δρουν αναλόγως.

Οι σχετικοί και επαρκείς λόγοι έχουν να κάνουν με την εκ μέρους του κράτους παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας και με τη διατήρηση του κατά το δυνατόν υψηλότερου επιπέδου υγείας για όλους τους πολίτες (the highest attainable standard of health). Εδώ, το κράτος θέτει τις προτεραιότητες του, εκτιμώντας πάντα και απαραιτήτως την επικινδυνότητα της κάθε ασθένειας για τον γενικό πληθυσμό και σκοπεύοντας στην ‘‘ανοσία της αγέλης’’ (herd immunity). Υπ’ αυτή τη λογική, οι έννοιες του ‘‘Κράτους Δικαίου’’ και του ‘‘Κοινωνικού Κράτους’’ αλληλοτέμνονται και αλληλοστηρίζουν παράλληλα τη ratio της αναγκαιότητας της κρατικής επέμβασης.

Εν τέλει, το μέτρο (η ‘‘υποχρεωτική ιατρική επέμβαση’’) πρέπει να είναι αναλογικό. Πρέπει δηλαδή να προστατεύει την Κοινότητα και να είναι κατάλληλο και πρόσφορο για τον σκοπό για τον οποίο εφαρμόζεται. Οι συνέπειες δε τόσο για το άτομο (προστασία της υγείας του) όσο και για την κοινωνία (ανοσία της κοινότητας) πρέπει να επέρχονται σε τέτοιο βαθμό που να υπερσκελίζουν τις όποιες ανεπιθύμητες παρενέργειες της ιατρικής επέμβασης. Έτσι, αν για ένα άτομο υφίσταται αντένδειξη (contraindication) με βάση τα στοιχεία του ατομικού του φακέλου ως προς τη λήψη του εμβολιασμού, τότε ο τελευταίος, ως μη ανάλογο μέτρο (proportional) πρέπει να μην επιβάλλεται αλλά, αντιθέτως, να αποφεύγεται.

Το ΕΔΔΑ τονίζει, και δη το κάνει αυτό με πολλή ενάργεια, ότι οι εθνικές αρχές έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης (wide margin of appreciation) για να αξιολογήσουν ποιο είναι το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου για χάριν του δημοσίου συμφέροντος (public interest) και στην προστασία της προσωπικής του ελευθερίας και της ιδιωτικής του ζωής, όπως αυτή εκλαμβάνεται στο άρ. 8 της ΕΣΔΑ. Το σκεπτικό είναι ότι οι εθνικές αρχές γνωρίζουν τα επιδημιολογικά δεδομένα και την κατάσταση γενικώς στη χώρα τους καλύτερα από κάθε άλλον, οπότε τους αναγνωρίζεται δεδομένα και η διακριτική ευχέρεια στα επιλεγόμενα μέτρα.

Μάλιστα, το περιθώριο της διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών είναι ευρύτερο όταν το άτομο αντιμάχεται την υποχρεωτικότητα της ιατρικής πράξης προβάλλοντας προσκόμματα ηθικής ή ιδεολογίας. Γενικά, το εύρος της κρατικής διακριτικής ευχέρειας είναι συνήθως εκτενές σ’ όλες τις περιπτώσεις που το κράτος καλείται να προβεί σε στάθμιση μεταξύ του ιδιωτικού συμφέροντος (της προστασίας του ‘‘ατομικού δικαιωματισμού’’) και του δημόσιου συμφέροντος ( δηλ. του ‘‘γενικού καλού’’ που έχει να κάνει με και πρέπει να διαχυθεί σε όλη την κοινωνία).

Στο πλαίσιο δε της εκτίμησης και της βαρύτητας που πρέπει να αποδίδεται στο δημόσιο συμφέρον, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι ο εμβολιασμός κατά των ασθενειών (γενικά) είναι η πιο επιτυχημένη και από άποψη κοινωνικού, οικονομικού και παντοειδούς κόστους η πιο συμφέρουσα ‘‘ιατρική επέμβαση’’ στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας (universally practiced protective measure) και δια τούτο ένα κράτος (λογικά αναμένεται ότι) πρέπει να στοχεύει σε ένα όσο το δυνατόν υψηλότερο ποσοστό εμβολιασμένων επί του πληθυσμού της επικράτειας του, διότι κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικό δείγμα και πειστήριο ταυτόχρονα (περί της ύπαρξης και κατάφασης) της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Ο εμβολιασμός, συνεπώς, μπορεί να ενέχει ρίσκο (όπως όλες οι ιατρικές πράξεις και επεμβάσεις αλλά και η λήψη ιατρικών φαρμάκων και σκευασμάτων έχουν αναμφισβήτητα), το οποίο (ρίσκο) όμως πρέπει να εκτιμάται παράλληλα και συστοιχισμένα με το ρίσκο να μεταδοθεί και επεκταθεί μια μολυσματική ασθένεια σε μεγάλο μέρος των πληθυσμιακών στρωμάτων και τον συνεπαγόμενο κίνδυνο να τρωθεί ανεπανόρθωτα το κοινωνικά αποδεκτό και αναμενόμενο επίπεδο της δημόσιας υγείας.

Επίσης, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι όταν επιβάλλεται από το κράτος ένα υποχρεωτικό μέτρο ιατρικής φύσης, η εγχώρια νομοθεσία πρέπει να προβλέπει όλες τις νομικές οδούς αμφισβήτησης αυτού του μέτρου από τους πολίτες στα εθνικά δικαστήρια. Έτσι, ο τυχόν παθών από εμβολιασμό πρέπει να έχει το δικαίωμα να αποζημιωθεί από το κράτος για τη ζημία στην υγεία του, αν του προκληθεί τέτοια. Σε όλα τα παραπάνω κριτήρια πάντως, η Τσεχική Δημοκρατία είχε πλήρως και επαρκώς ανταποκριθεί, γι’ αυτό και το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβίασε το αρ. 8 της ΕΣΔΑ.

Στο τελευταίο δε στάδιο των συλλογισμών του, το ΕΔΔΑ εξέτασε τις αιτιάσεις των προσφευγόντων σχετικά με την εις βάρος τους παραβίαση του αρ. 9 της ΕΣΔΑ, που ομιλεί για την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκευτικής πίστης, η οποία επιδέχεται περιορισμούς μόνο για λόγους προστασίας της υγείας, της δημόσιας τάξης και της διαφύλαξης της ελευθερίας των άλλων. Το ΕΔΔΑ, αφού αναφέρθηκε σε πρότερες αποφάσεις του και στις υποβληθείσες σ’ αυτό σκέψεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου για το Νόμο και τη Δικαιοσύνη (European Center for Law and Justice), τόνισε βασικά ότι τέτοιου είδους αιτιάσεις πρέπει να διατυπώνονται ενώπιον του με ιδιαίτερη πειστικότητα, σοβαρότητα και λογική συνοχή (cogency, seriousness, cohesion) προκειμένου (αφού συνδέεται αιτιωδώς και επιχειρηματολογικώς η ατομική πίστη ή δοξασία με την άρνηση του εμβολιασμού) να κρίνεται η συνέπεια και αξιοπιστία τους (των αιτιάσεων δηλ). Στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο με τους Τσέχους προσφεύγοντες και έτσι η προσφυγή τους (εύκολα) απορρίφθηκε.

Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει η αναφορά του ΕΔΔΑ στις αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων ευρωπαϊκών χωρών επί του θέματος. To Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, όταν τέθηκε ενώπιόν του ζήτημα για την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών (ρουτίνας) από πολίτες που υποστήριζαν ότι οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί θα μπορούσαν να περιέχουν ρίσκο για την υγεία τους, απάντησε ότι οι εμβολιασμοί γίνονται για να καταπολεμηθούν επικίνδυνες και μεταδοτικές ασθένειες που δεν μπορούν να εξαλειφθούν. Έτσι αποφάνθηκε ότι, εφόσον για το κάθε συγκεκριμένο εμβόλιο δεν υπάρχει κάποια αντίθετη (contra) επιστημονικά αποδεδειγμένη και καταγεγραμμένη ένδειξη ότι αυτό προκαλεί βλάβη, η υποχρεωτικότητα της διενέργειας του, προς διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, είναι συνταγματική.

Στην Ουγγαρία, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας επεσήμανε επί του θέματος την ουδετερότητα που οφείλει να επιδεικνύει το κράτος σε αυτές τις περιπτώσεις. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός είναι μεν σεβαστές αλλά και το κράτος, από την άλλη, πρέπει να εκπληρώνει τον λειτουργικό σκοπό του και να προστατεύσει τη δημόσια υγεία. Κατά συνέπεια, η προστασία της δημόσιας υγείας που βασίζεται στα ευρήματα της ιατρικής επιστήμης και στην επιστημονική γνώση υπέρκειται της όποιας ιδεολογικής αντίληψης ή φιλοσοφικής πεποίθησης. Το Σερβικό δε Συνταγματικό Δικαστήριο επεσήμανε, σε δική του αντίστοιχη απόφαση, την υποχρέωση του καθενός πολίτη να σέβεται το δημόσιο συμφέρον και να μην θέτει σε διακινδύνευση την υγεία των άλλων συμπολιτών του.

Τέλος, το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο σε ανάλογη υπόθεση εξέφρασε την άποψη ότι δεν υπάρχει επιστημονική βάση στη δημοφιλή γνώμη ότι ο εμβολιασμός είναι ανώφελος ή επικίνδυνος (futile or dangerous) και μάλιστα τόνισε ότι ακόμα και όταν υπάρχουν από την επιστημονική κοινότητα απλές συστάσεις για την πραγματοποίηση ενός εμβολίου, στην ιατρική πρακτική οι συστάσεις αυτές υποδεικνύουν την αναγκαιότητα της λήψης του. Κατά την περίφημη δε εύρεση ισορροπίας ανάμεσα στην ιδιωτική επιλογή και το δημόσιο συμφέρον, ένας νόμος που επιβάλλει μια συγκεκριμένη ιατρική πράξη ή θεραπεία δεν είναι ασύμβατος με το (ιταλικό) Σύνταγμα αν η επιβαλλόμενη ιατρική πράξη σκοπεύει όχι μόνο στο να βελτιώσει ή συντηρήσει την υγεία ενός ατόμου αλλά να προστατεύσει και την υγεία των άλλων, αν η ιατρική πράξη δεν βλάπτει την υγεία του προσώπου το οποίο αφορά, ή έστω αν έχει επιστημονικά εντοπισμένες συνέπειες που εκλαμβάνονται ως υποφερτές και κοινωνικά ανεκτές, και αν για τις τυχόν αρνητικές παρενέργειες της ιατρικής πράξης προβλέπεται το δικαίωμα αποζημίωσης του πολίτη.

Διαβάζοντας, λοιπόν, την απόφαση του ΕΔΔΑ, θέλω να τονίσω ότι, κατά την άποψη μου, ενυπάρχουν σ’ αυτήν ορισμένες βασικές διδαχές, όχι μόνο νομικής φύσης αλλά και πολιτικής Λογικής. Κάθε προσφυγή στη Δικαιοσύνη σχετικά με την άρνηση ενός υποχρεωτικού εμβολιασμού πρέπει να κρίνεται περιπτωσιολογικά (in concreto), διότι παρόλο που ο εμβολιασμός είναι μια πάγια ιατρική λύση απέναντι στις επικίνδυνες, μεταδοτικές και μολυσματικές ασθένειες, που κερδήθηκε προς χάριν της Ανθρωπότητας μέσα από επιστημονικές ‘‘μάχες’’ και αντίστοιχες ‘‘νίκες’’, πραγματοποιείται πάντα επί ενός ατόμου, η προσωπικότητα του οποίου είναι ούτως ή άλλως σεβαστή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κρίσιμο ρόλο στον υποχρεωτικό εμβολιασμό ‘‘παίζουν’’ τα επιδημιολογικά δεδομένα, η κρατούσα γνώμη των ειδημόνων και της εν γένει επιστημονικής κοινότητας και εν τέλει η προστασία της δημόσιας υγείας, που είναι η βασική, υπαρκτικής εντελέχειας, αποστολή του κοινωνικού κράτους.

Σε κάθε περίπτωση, το κράτος που είναι υπεύθυνο για την προβολή, ισχυροποίηση και πρακτική επιβολή του δημοσίου συμφέροντος έχει ευρεία περιθώρια κρίσης για τα λαμβανόμενα μέτρα, η δε δικανική κρίση (όταν μια υπόθεση εμβολιασμού έρχεται ενώπιον του Δικαστηρίου) και δη η κρίση τόσο των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, όσο και των διεθνών δικαστηρίων, έστω και αν γίνεται ratione personae, στηρίζεται στη διαβόητη στάθμιση των συγκρουόμενων εννόμων αγαθών και καταστάσεων, στην οποία στάθμιση, όπως οι μέχρι τώρα δικαστικές αποφάσεις καταδεικνύουν, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης είναι εξαιρετικά βαρύνουσα και τυχόν ανατρεπόμενη μόνο σε συνθήκες νομικού και πραγματιστικού εξαιρετισμού.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ